- διαβρωτικοῦ
- διαβρωτικόςcorrosivemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
νομώδης — νομώδης, ῶδες (ΑΜ) 1. αυτός που έχει μορφή διαβρωτικού έλκους 2. (για έλκος) γεμάτος με σχισμές, με πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομή «διαβρωτικό έλκος» + κατάλ. ώδης*] … Dictionary of Greek